ακριβαγάπητος

ακριβαγάπητος
-η, -ο [ακριβαγαπώ]
πολυαγαπημένος, ακριβός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακριβαγάπητος — η, ο αυτός που αγαπιέται σαν κάτι πολύτιμο (ακριβό): Γιε μου ακριβαγάπητε και μοσχαναθρεμμένε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβαγαπώ — ( άω) αγαπώ τρυφερά, πολυαγαπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + αγαπώ. ΠΑΡ. ακριβαγάπητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”